αφύσικος

αφύσικος
-η, -ο (AM ἀφύσικος, -ον)
αυτός που δεν είναι φυσικός, ο αντίθετος προς του νόμους της φύσης
νεοελλ.
1. προσποιητός, ασυνήθιστος
2. υπερβολικά μεγάλος
3. αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο πέος
4. αισχρός, βδελυρός
5. σεξουαλικά διεστραμμένος
6. άσχημος, δύσμορφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αφύσικος — η, ο επίρρ. α 1. ο μη φυσικός: Η σωματική του διάπλαση είναι κάπως αφύσικη. 2. ασυνήθιστος, προσποιητός: Βρίσκω τη συμπεριφορά του κάπως αφύσικη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… …   Dictionary of Greek

  • απέοικα — ἀπέοικα (Α) 1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι 2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, υῑα, ός α) παράλογος, αφύσικος, προσποιητός β) αταίριαστος, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»] …   Dictionary of Greek

  • ασυμφυής — ἀσυμφυής, ές (Α) 1. ο μη συμφυής, ο ανόμοιος 2. αφύσικος …   Dictionary of Greek

  • εξεζητημένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εκζητώ) 1. ο επιτηδευμένος 2. ο προσποιητός, ο αφύσικος …   Dictionary of Greek

  • καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… …   Dictionary of Greek

  • τραγελαφικός — ή, ό, Ν όμοιος με τραγέλαφο, αφύσικος, αλλόκοτος («τραγελαφική κατάσταση»). επίρρ... τραγελαφικά Ν με τραγελαφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγέλαφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά] …   Dictionary of Greek

  • εξεζητημένος — η, ο επίρρ. α που γίνεται ή λέγεται με εκζήτηση, προσποιητός, αφύσικος: Εξεζητημένοι τρόποι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσποίηση — η η πράξη του προσποιούμαι, αφύσικος τρόπος συμπεριφοράς: Εκείνη η προσποίησή του ενοχλεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραγελαφικός — ή, ό όμοιος με τραγέλαφο (βλ. λ.), τερατώδης, αφύσικος, αλλόκοτος: Τραγελαφικό έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”